bn:00085475v
Verb Concept
EL
τελειώνω  ολοκληρώνω  ολοκληρωθεί  τελειώσει
EL
Συμπληρώνω κάτι έτσι ώστε να είναι πλήρες, φέρνω σε πέρας, τελειώνω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Συμπληρώνω κάτι έτσι ώστε να είναι πλήρες, φέρνω σε πέρας, τελειώνω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
OmegaWiki
WordNet Translations