bn:00087608v
Verb Concept
EL
τελειώνω  τερματίσει
EL
(για το τελικό στάδιο μιας ενέργειας, μιας διαδικασίας) ολοκληρώνω, συμπληρώνω με κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links