bn:00086291v
Verb Concept
EL
αποθαρρύνω  αποκαρδιώνω  πτοώ
EL
Κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, την αντοχή του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, την αντοχή του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet