bn:00082447v
Verb Concept
EL
σκιάζω  τρομάζω  φοβίζω  τρομάξει
EL
Προκαλώ σε κπ αιφνίδιο και ζωηρό φόβο,τον κάνω να τρέμει,να αισθανθεί πανικό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ σε κπ αιφνίδιο και ζωηρό φόβο,τον κάνω να τρέμει,να αισθανθεί πανικό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations