bn:00086671v
Verb Concept
EL
στειρώνω
EL
Προκαλώ στειρότητα, δηλαδή αδυναμία αναπαραγωγής, σε άνθρωπο ή σε ζώο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ στειρότητα, δηλαδή αδυναμία αναπαραγωγής, σε άνθρωπο ή σε ζώο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet