bn:00084642v
Verb Concept
EL
ευνουχίζω
EL
Αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, με αποτέλεσμα τη στειρότητα και την απώλεια των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Αφαιρώ ή καταστρέφω τους γεννητικούς αδένες, με αποτέλεσμα τη στειρότητα και την απώλεια των δευτερευόντων χαρακτηριστικών του φύλου Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary