bn:00086799v
Verb Concept
EL
διαφοροποιώ  διάκριση  διακρίνει
EL
Χαρακτηρίζεται ως διαφορετικό, κάνω κάτι να διαφέρει από κάτι άλλο, διακρίνω, ξεχωρίζω. Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links