bn:00086812v
Verb Concept
EL
ανασκάβω  ανασκάπτω  ανασκάφτω
EL
Σκάβω βαθιά κάνοντας μεγάλα ανοίγματα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Σκάβω βαθιά κάνοντας μεγάλα ανοίγματα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet