bn:00086868v
Verb Concept
EL
διευθύνω  κατευθύνω  οδηγώ  προσανατολίζω  στείλει
EL
Καθορίζω την πορεία,οδηγώ προς συγκεκριμένη κατεύθυνση,δίνω τον κατάλληλο προσανατολισμό ή σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καθορίζω την πορεία,οδηγώ προς συγκεκριμένη κατεύθυνση,δίνω τον κατάλληλο προσανατολισμό ή σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations