bn:00086877v
Verb Concept
EL
απαγορεύω
EL
Δεν επιτρέπω, εμποδίζω να γίνει κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δεν επιτρέπω, εμποδίζω να γίνει κάτι ή εμποδίζω κάποιον να κάνει κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet