bn:00086897v
Verb Concept
EL
δυσπιστώ
EL
Δυσκολεύομαι να πιστέψω και να εμπιστευθώ κάποιον, κάτι. Αρνούμαι να αποδεχτώ κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Δυσκολεύομαι να πιστέψω και να εμπιστευθώ κάποιον, κάτι. Αρνούμαι να αποδεχτώ κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet