bn:00087071v
Verb Concept
EL
δυσπιστώ  αμφιβάλλω
EL
Είμαι δύσπιστος απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Είμαι δύσπιστος απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary