bn:00086930v
Verb Concept
EL
αποθαρρύνω  αποκαρδιώνω
EL
Κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, την τόλμη του· τον κάνω να δειλιάσει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω κάποιον να χάσει το θάρρος του, την τόλμη του· τον κάνω να δειλιάσει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet