bn:00087600v
Verb Concept
EL
ενθαρρύνω  εγκαρδιώνω  εμψυχώνω  ενισχύω  συμπαραστέκομαι
EL
Ενισχύω ψυχικά, παρέχω υποστήριξη και συμπαράσταση, εμπνέω πίστη και αυτοπεποίθηση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ενισχύω ψυχικά, παρέχω υποστήριξη και συμπαράσταση, εμπνέω πίστη και αυτοπεποίθηση Greek Open Multilingual WordNet