bn:00086933v
Verb Concept
EL
μαθαίνω  πληροφορούμαι  ακούω  ανακαλύπτω  ενημερώνομαι
EL
Γίνομαι γνώστης κάποιου πράγματος, συνήθως τυχαία Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links