bn:00086980v
Verb Concept
EL
αποσυνδέω  διαχωρίζω
EL
Χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, του δίνω μια ξεχωριστή υπόσταση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, του δίνω μια ξεχωριστή υπόσταση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet