bn:00087076v
Verb Concept
EL
διαχωρίζω  ξεχωρίζω
EL
(συνήθως με αφηρ. ουσ.) χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, χωρίζω στα δύο, ξεχωρίζω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(συνήθως με αφηρ. ουσ.) χωρίζω κάτι από κάτι άλλο, χωρίζω στα δύο, ξεχωρίζω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet