bn:00087015v
Verb Concept
EL
στενοχωρώ
EL
Προκαλώ σε κπ. δυσαρέσκεια, δυσκολία, ενόχληση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Προκαλώ σε κπ. δυσαρέσκεια, δυσκολία, ενόχληση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet