bn:00082641v
Verb Concept
EL
πειράζω  δαιμονίζω  εκνευρίζω  ενοχλώ  εξοργίζω
EL
Ενοχλώ, πειράζω ή εκνευρίζω κάποιον σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει έξαλλος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Ενοχλώ, πειράζω ή εκνευρίζω κάποιον σε τέτοιο βαθμό, ώστε να γίνει έξαλλος Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations