bn:00084314v
Verb Concept
EL
σπάζω  σπάω
EL
Προκαλώ απότομα τη διάσπαση ή το κόψιμο ενός πράγματος σε κομμάτια,χαλάω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ απότομα τη διάσπαση ή το κόψιμο ενός πράγματος σε κομμάτια,χαλάω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet