bn:00087260v
Verb Concept
EL
σουρώνω
EL
Κάνω το υγρό υλικό, που περιέχεται σε ένα μείγμα ή σώμα, να περάσει από σουρωτήρι για να διαχωριστεί από ουσίες ή υλικά που είναι σε στερεά μορφή Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κάνω το υγρό υλικό, που περιέχεται σε ένα μείγμα ή σώμα, να περάσει από σουρωτήρι για να διαχωριστεί από ουσίες ή υλικά που είναι σε στερεά μορφή Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet