bn:00087275v
Verb Concept
EL
κάνω κάποιον να μιλήσει
EL
(φράση) ενθαρρύνω κάποιον να μιλήσει, να νιώσει άνετα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(φράση) ενθαρρύνω κάποιον να μιλήσει, να νιώσει άνετα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet