bn:00087284v
Verb Concept
EL
φοβάμαι  σκιάζομαι  τρομάζω  φοβούμαι
EL
Αισθάνομαι φόβο απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι, διακατέχομαι από φόβο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Αισθάνομαι φόβο απέναντι σε κάποιον ή σε κάτι, διακατέχομαι από φόβο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
OmegaWiki