bn:00033854n
Noun Concept
Categories: Συναισθήματα
EL
φόβος  τρομάρα  τους φόβους  φόβο
EL
Έντονο εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα που καταλαμβάνει κάποιον και που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής Greek Open Multilingual WordNet
English:
in Canon Law
fear
Definitions
Relations
Sources
EL
Έντονο εξαιρετικά δυσάρεστο συναίσθημα που καταλαμβάνει κάποιον και που προκαλείται εξαιτίας (πραγματικού ή φανταστικού) κινδύνου ή απειλής Greek Open Multilingual WordNet
Ο φόβος είναι ένα βασικό συναίσθημα του ανθρώπου που προκαλείται από τη συνειδητοποίηση ενός πραγματικού ή πλασματικού κινδύνου ή απειλής. Wikipedia
Συναίσθημα που προκαλείται από αντιληπτό κίνδυνο ή απειλή Wikidata
Greek Open Multilingual WordNet
Wikipedia
Wikidata
Wiktionary
WordNet Translations
Wikipedia Translations