bn:00087491v
Verb Concept
EL
κάνω  πραγματοποιήσει
EL
Γίνομαι αιτία για κάτι, επιφέρω (συγκεκριμένη κατάσταση) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Γίνομαι αιτία για κάτι, επιφέρω (συγκεκριμένη κατάσταση) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations