bn:00029881n
Noun Concept
EL
εκπλήρωση  πραγμάτωση  υλοποίηση  πραγμάτωση και
EL
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υλοποιώ, εκπληρώνω (παρέχοντας ένα πρακτικό νόημα για την πραγματοποίηση κάποιου στόχου) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Η ενέργεια και το αποτέλεσμα του υλοποιώ, εκπληρώνω (παρέχοντας ένα πρακτικό νόημα για την πραγματοποίηση κάποιου στόχου) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations