bn:00087554v
Verb Concept
EL
φυτεύω
EL
Τοποθετώ στο έδαφος (σπόρο ή ρίζα φυτού), προκειμένου να ριζώσει και να αναπτυχθεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Τοποθετώ στο έδαφος (σπόρο ή ρίζα φυτού), προκειμένου να ριζώσει και να αναπτυχθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet