bn:00087681v
Verb Concept
EL
εμφυτεύω  ενθέτω  μπήγω  εισάγετε  τοποθετήστε
EL
Τοποθετώ αντικείμενο μέσα σε άλλο, βάζω (κάτι) μέσα (σε κάτι άλλο) ή κάνω (κάτι) να εισχωρήσει σε άλλο σώμα με δύναμη πιέζοντάς το ή χτυπώντας το, ώστε να μπει, να καρφωθεί βαθιά Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Τοποθετώ αντικείμενο μέσα σε άλλο, βάζω (κάτι) μέσα (σε κάτι άλλο) ή κάνω (κάτι) να εισχωρήσει σε άλλο σώμα με δύναμη πιέζοντάς το ή χτυπώντας το, ώστε να μπει, να καρφωθεί βαθιά Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations