bn:00087632v
Verb Concept
EL
αναλαμβάνω  στρατεύομαι
EL
Βοηθώ, αναλαμβάνω να εξυπηρετήσω, τάσσομαι συνήθως εθελοντικά (στην υπηρεσία συγκεκριμένου σκοπού) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Βοηθώ, αναλαμβάνω να εξυπηρετήσω, τάσσομαι συνήθως εθελοντικά (στην υπηρεσία συγκεκριμένου σκοπού) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet