bn:00092039v
Verb Concept
EL
εξασφαλίζω  εφοδιάζομαι  εξασφαλίσει
EL
Κατορθώνω να αποκτήσω κάτι με μεγάλη προσπάθεια Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Κατορθώνω να αποκτήσω κάτι με μεγάλη προσπάθεια Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations