bn:00087659v
Verb Concept
EL
εμπλουτίζω
EL
Καθιστώ κάτι πλουσιότερο, αυξάνοντας την ποσότητα ή την ποικιλία των στοιχείων που το αποτελούν Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καθιστώ κάτι πλουσιότερο, αυξάνοντας την ποσότητα ή την ποικιλία των στοιχείων που το αποτελούν Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet