bn:00087676v
Verb Concept
EL
μπερδεύω
EL
Ενώνω, συνήθως ακούσια, κάτι με κάτι άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή ή να εμποδίζεται η κανονική του χρήση, μπλέκω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ενώνω, συνήθως ακούσια, κάτι με κάτι άλλο, έτσι ώστε να μεταβάλλεται η κανονική του μορφή ή να εμποδίζεται η κανονική του χρήση, μπλέκω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet