bn:00087057v
Verb Concept
EL
συστρέφω
EL
Στρέφω κάτι μία ή περισσότερες φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Στρέφω κάτι μία ή περισσότερες φορές γύρω από έναν πραγματικό ή νοητό άξονα Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet