bn:00087710v
Verb Concept
EL
εξοπλίζω  εφοδιάζω
EL
Παρέχω σε κάποιον κάτι, του προμηθεύω τα υλικά μέσα, τα εφόδια που του είναι αναγκαία για κάποιο ειδικό σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Παρέχω σε κάποιον κάτι, του προμηθεύω τα υλικά μέσα, τα εφόδια που του είναι αναγκαία για κάποιο ειδικό σκοπό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet