bn:00087732v
Verb Concept
EL
εγκαθιστώ  εδραιώνω  δημιουργήσει
EL
Καθιστώ κάτι σταθερό, αμετακίνητο, τοποθετώ σε συγκεκριμένη θέση και τόπο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Καθιστώ κάτι σταθερό, αμετακίνητο, τοποθετώ σε συγκεκριμένη θέση και τόπο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations