bn:00087788v
Verb Concept
EL
αναδιφώ  βολιδοσκοπώ  ερευνώ
EL
Εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εξετάζω, διερευνώ (μια κατάσταση, μια υπόθεση) Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary