bn:00089885v
Verb Concept
EL
διεξάγω  μελετώ
EL
Εξετάζω κάτι λεπτομερώς και προσεκτικά, ερευνώ ή μελετώ σε βάθος όλες τις πτυχές ενός ζητήματος Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Εξετάζω κάτι λεπτομερώς και προσεκτικά, ερευνώ ή μελετώ σε βάθος όλες τις πτυχές ενός ζητήματος Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet