bn:00087830v
Verb Concept
EL
γυμνάζω
EL
Υποβάλλω κάποιον σε κατάλληλες σωματικές ασκήσεις, αποβλέποντας κυρίως σε μια σύμμετρη και αρμονική ανάπτυξη του σώματός του Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Υποβάλλω κάποιον σε κατάλληλες σωματικές ασκήσεις, αποβλέποντας κυρίως σε μια σύμμετρη και αρμονική ανάπτυξη του σώματός του Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet