bn:00092226v
Verb Concept
EL
βάζω στη δουλειά
EL
Προκαλώ κάποιον ή κάτι να δουλέψει Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Προκαλώ κάποιον ή κάτι να δουλέψει Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet