bn:00087879v
Verb Concept
EL
εκμεταλλεύομαι
EL
Χρησιμοποιώ κάτι για να αποκομίσω οικονομικό όφελος, κέρδος π .χ. εκμεταλλεύομαι πλουτοπαραγωγικές πηγές Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Χρησιμοποιώ κάτι για να αποκομίσω οικονομικό όφελος, κέρδος π .χ. εκμεταλλεύομαι πλουτοπαραγωγικές πηγές Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet