bn:00087909v
Verb Concept
EL
τεντώνω
EL
(για το σώμα ή για μέρη του σώματος) απλώνω και κρατώ σε οριζόντια συνήθως θέση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(για το σώμα ή για μέρη του σώματος) απλώνω και κρατώ σε οριζόντια συνήθως θέση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet