bn:00094414v
Verb Concept
EL
τεντώνω
EL
Τραβώ κάτι σε όλο του το μήκος ή το πλάτος, ώστε να το ισιώσω Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Τραβώ κάτι σε όλο του το μήκος ή το πλάτος, ώστε να το ισιώσω Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet