bn:00088044v
Verb Concept
EL
εκμισθώνω
EL
(νομική) παραχωρώ σε κάποιον το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει κάτι, για ορισμένο χρόνο και με τον όρο ότι θα καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
(νομική) παραχωρώ σε κάποιον το δικαίωμα να χρησιμοποιήσει κάτι, για ορισμένο χρόνο και με τον όρο ότι θα καταβάλει ορισμένο χρηματικό ποσό Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet