bn:00088204v
Verb Concept
EL
βρίσκω  ανευρίσκω
EL
Ανακαλυπτω κάτι τυχαία ή ύστερα από αναζήτηση, ανακαλύπτω την τοποθεσία κάποιου πράγματος που είχε χαθεί Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Ανακαλυπτω κάτι τυχαία ή ύστερα από αναζήτηση, ανακαλύπτω την τοποθεσία κάποιου πράγματος που είχε χαθεί Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary