bn:00088421v
Verb Concept
EL
ακολουθώ  ακολουθήσει
EL
Για κάποιν ή για κάτι που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κάποιον ή από κάτι άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Για κάποιν ή για κάτι που πηγαίνει ή κινείται πίσω από κάποιον ή από κάτι άλλο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
WordNet Translations