bn:00088469v
Verb Concept
EL
εκπίπτω  στερούμαι  χάνω δικαίωμα
EL
Χάνω αξίωμα ή θέση, εξαιτίας κάποιου λάθους, εγκλήματος ή παράβασης Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Χάνω αξίωμα ή θέση, εξαιτίας κάποιου λάθους, εγκλήματος ή παράβασης Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet