bn:00088734v
Verb Concept
EL
επιτυγχάνω  κάνω  καταφέρνω
EL
Πετυχαίνω να ολοκληρώσω, να πραγματοποιήσω κάτι Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Πετυχαίνω να ολοκληρώσω, να πραγματοποιήσω κάτι Greek Open Multilingual WordNet
VERB GROUP
Greek Open Multilingual WordNet