bn:00088808v
Verb Concept
EL
κουτσαίνω  πηγαίνω κουτσό  χωλαίνω
EL
Περπατώ κουτσά,χωρίς να πατώ κανονικά το πόδι μου από χτύπημα ή πόνο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Περπατώ κουτσά,χωρίς να πατώ κανονικά το πόδι μου από χτύπημα ή πόνο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet