bn:00088932v
Verb Concept
EL
περνάω  περνώ  περάσει
EL
Φθάνω σε ένα μέρος και συνεχίζω την πορεία μου χωρίς να σταματώ, διέρχομαι από ένα σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
EL
Φθάνω σε ένα μέρος και συνεχίζω την πορεία μου χωρίς να σταματώ, διέρχομαι από ένα σημείο Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet
Wiktionary
WordNet Translations