bn:00089061v
Verb Concept
EL
ευπρεπίζω  καλλωπίζω  περιποιούμαι
EL
Περιποιούμαι την εξωτερική μου εμφάνιση, με ωραίο χτένισμα, ντύσιμο, μακιγιάζ κ.τ.λ., ασχολούμαι με την εξωτερική μου εμφάνιση Greek Open Multilingual WordNet
Definitions
Relations
Sources
Links
EL
Περιποιούμαι την εξωτερική μου εμφάνιση, με ωραίο χτένισμα, ντύσιμο, μακιγιάζ κ.τ.λ., ασχολούμαι με την εξωτερική μου εμφάνιση Greek Open Multilingual WordNet
Greek Open Multilingual WordNet